προσώμι

προσώμι
το / προσώμιν ΝΜ
υπόστρωμα που τοποθετείται από τους εργάτες ή τους αχθοφόρους μεταξύ τού ώμου και τού φορτίου για να μην τρίβεται η ράχη, αλλ. χαμαλίκα
νεοελλ.
χοντρό ύφασμα που μπαίνει στον ώμο για στήριξη τής στάμνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὦμος + υποκορ. κατάλ. -ι(ο)ν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσωμιλήκειν — προσωμῑλήκειν , προσομιλέω hold intercourse with plup ind act 1st sg (attic epic ionic) προσωμῑλήκειν , προσομιλέω hold intercourse with perf inf act (epic) προσωμῑλήκειν , προσομιλέω hold intercourse with plup ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωμιληκότα — προσωμῑληκότα , προσομιλέω hold intercourse with perf part act neut nom/voc/acc pl προσωμῑληκότα , προσομιλέω hold intercourse with perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωμίλουν — προσωμί̱λουν , προσομιλέω hold intercourse with imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) προσωμί̱λουν , προσομιλέω hold intercourse with imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωμιληκέναι — προσωμῑληκέναι , προσομιλέω hold intercourse with perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωμιληκότας — προσωμῑληκότας , προσομιλέω hold intercourse with perf part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωμιληκότι — προσωμῑληκότι , προσομιλέω hold intercourse with perf part act masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωμιληκώς — προσωμῑληκώς , προσομιλέω hold intercourse with perf part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωμιλήκασιν — προσωμῑλήκᾱσιν , προσομιλέω hold intercourse with perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωμιλήσαμεν — προσωμῑλήσαμεν , προσομιλέω hold intercourse with aor ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωμίλει — προσωμί̱λει , προσομιλέω hold intercourse with imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”